Το επίσημο ελληνικό κράτος, πιστό στην πατροπαράδοτη έλλειψη οποιασδήποτε εξωτερικής πολιτικής για τις ελληνικές μειονότητες στις γειτονικές χώρες (Β. Ήπειρος, Κων/πολη, Ίμβρος - Τένεδος), αδιαφόρησε πλήρως και για την προσπάθεια αφελληνισμού της Πελαγονίας από τους Σέρβους στο διάστημα 1913-1941, όπως είχε κάνει και κατά την εποχή της πρώιμης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (1870-1904) και όπως έμελλε να κάνει απέναντι στην προσπάθεια οριστικής εξαφάνισης του ελληνισμού της Πελαγονίας από το ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων από το 1945 μέχρι και σήμερα.
Αποτέλεσμα της μακροχρόνιας και συστηματικής σλαβικής προπαγάνδας και καταπίεσης, ήταν η προοδευτική προσχώρηση των σλαβοφώνων Ελλήνων της Πελαγονίας (που είχαν αγωνιστεί για την ελληνικότητά τους κατά το Μακεδονικό Αγώνα 1870-1912) στην "μακεδονική" εθνότητα. Όμως η πολύχρονη πλύση εγκεφάλου που υπέστησαν οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ για εμπέδωση της "μακεδονικής εθνότητας" δεν πέρασε στους βλαχόφωνους κατοίκους της Πελαγονίας. Το μεγαλύτερο μέρος των Βλάχων του Μοναστηρίου και του Κρουσόβου μιλούν ακόμη τα ελληνικά και διατηρούν την ελληνική εθνική συνείδηση, ακόμη και όταν φοβούνται να την εκδηλώσουν ανοιχτά (κυρίως από το 1990 και εντεύθεν).
Οι κυβερνήσεις της ανεξάρτητης πλέον ΠΓΔΜ, γνωρίζοντας το γεγονός αυτό, αποδύθηκαν πρόσφατα σε μιά προσπάθεια προσεταιρισμού των βλαχοφώνων, χρησιμοποιώντας την παλιά μέθοδο της ρουμανοποίησης: Ισχυρίζονται ότι οι Βλάχοι της ΠΓΔΜ δεν είναι Έλληνες αλλά ιδιαίτερη εθνότητα, συγγενής προς την ρουμανική, γι' αυτό και ενθαρρύνουν την δημιουργία βλαχικών πολιτιστικών σωματείων, με στόχο την απόσπασή τους από την προσήλωση προς τον ελληνισμό.
Οι στατιστικές του κράτους των Σκοπίων δεν αναφέρουν ελληνική μειονότητα. Παραδέχονται βέβαια πως υπάρχει βλαχική μειονότητα, στην οποία καταλογίζουν λίγες χιλιάδες μόνον κατοίκους της ΠΓΔΜ.
Είναι πολύ πιθανό ότι οι Έλληνες στο γειτονικό κράτος ανέρχονται σε περισσότερους από 100.000, χωρίς να είναι δυνατή ακριβής εκτίμηση. Ελάχιστοι απ' όσους έχουν ελληνική καταγωγή τολμούν να εκδηλωθούν ανοιχτά, επειδή υπάρχει ένας απέραντος φόβος και η βεβαιότητα ότι το ελληνικό κράτος δεν πρόκειται να τους προστατεύσει, όπως ακριβώς έκανε και στην περίπτωση του Ν. Κωνσταντινίδη από τη Ρέσνα, ο οποίος τόλμησε να δηλώσει Έλληνας στην τελευταία απογραφή, με αποτέλεσμα από τότε να διώκεται ποικιλοτρόπως.
Αψευδείς μάρτυρες της ιστορικής παρουσίας του ελληνισμού στον χώρο της Πελαγονίας είναι τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μνημεία, κοσμικά και εκκλησιαστικά. Στην Αχρίδα, το αρχοντικό Ρόμπη (σήμερα Αρχαιολογικό Μουσείο) είναι το κόσμημα της παραδοσιακής συνοικίας της πόλης. Χτίστηκε από την οικογένεια Ρόμπη, ένα μέρος της οποίας προσχώρησε αργότερα στον βουλγαρισμό και μετονομάστηκε σε Robev και ένα μέρος παρέμεινε πιστό στον ελληνισμό. Απόγονοι του τελευταίου κλάδου ζουν σήμερα στην Φλώρινα. Στο Κρούσοβο, σώζονται επίσης ορισμένα από τα παλιά ελληνικά αρχοντικά της εποχής της ακμής του 19ου αιώνα. Η παρουσία του ελληνισμού είναι εντονότερη στο Μοναστήρι, όπου σώζονται πολλά νεοκλασικά κτίρια του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Μεγαλύτερη ιστορική σημασία έχουν τα εκκλησιαστικά μνημεία, τα οποία, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, υφίστανται συστηματική παραχάραξη κατά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με καταγγελίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και στον ελληνικό Τύπο, γίνονται καταστροφές σε ελληνικά νεκροταφεία. Ενδεικτικές περιπτώσεις αποτελούν επίσης η κατεδάφιση μέρους της (πρώην ελληνικής) Μονής του Οσίου Ναούμ Αχρίδας και η ανέγερση ξενοδοχείου στη θέση της, καθώς και οι μετατροπές που γίνονται στον ναό του Αγίου Δημητρίου Μοναστηρίου, πρώην ναό της πατριαρχικής ελληνικής κοινότητας (πριν το 1913).
Αν στην Αχρίδα και σε άλλες πόλεις της ΠΓΔΜ ο ελληνισμός έχει προ πολλού περιορισθεί σε λίγες οικογένειες, ωστόσο στο Μοναστήρι και στα άλλα βλαχόφωνα κέντρα της Πελαγονίας εξακολουθεί να υπάρχει, επιδεικνύοντας πρωτοφανή καρτερικότητα, σε πείσμα της νεοελληνικής άγνοιας και αδιαφορίας.
Η πλήρης εγκατάλειψή του από το ελληνικό κράτος μετά το 1913 υπήρξε εθνική παράλειψη, που παρόμοιά της δεν θα βρει κανείς στην ιστορία των γειτονικών λαών Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Τούρκων, όσο και αν ψάξει.
Η ελληνική μειονότητα της Πελαγονίας (και γενικά της ΠΓΔΜ) είναι η πιο αδικημένη, η πιο λησμονημένη, η πιο αγνοημένη από όλες τις ελληνικές μειονότητες και παροικίες του εξωτερικού. Φυσικά, είναι και η πιο ανοργάνωτη. Όπως γίνεται συνήθως στην Ελλάδα, το κενό του ενδιαφέροντος για την μειονότητα της ΠΓΔΜ προσπαθούν να καλύψουν ορισμένοι ιδιωτικοί φορείς και μεμονωμένα άτομα, με στόχο την πολιτιστική συνεργασία με ανάλογους φορείς τής εκεί μειονότητας, ενεργώντας με προσοχή και σύνεση.
Η ανάκτηση, βέβαια, των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των χιλιάδων Ελλήνων της ΠΓΔΜ αποτελεί μακρινό όνειρο. Οι ομογενείς της Πελαγονίας με πικρία διαπιστώνουν ότι το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και οι μεγαλοστομίες περί "προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μειονοτήτων εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας των κρατών" ισχύουν για πολλούς άλλους, αλλά όχι γι' αυτούς.
Η ελληνική μειονότητα της Πελαγονίας θα μπορούσε να παίξει σημαίνοντα ρόλο στην επιχειρούμενη επαναπροσέγγιση Ελλάδας - ΠΓΔΜ, με δεδομένο το ενδιαφέρον των κατοίκων των παραμεθορίων προς την Ελλάδα περιοχών του γειτονικού κράτους για εισροή ελληνικών επενδύσεων και για αύξηση του τουριστικού ρεύματος από την Ελλάδα, όπως γινόταν πριν το 1991.
Απομένει στους πολιτικούς και τους άλλους φορείς του ελληνικού κράτους και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας, να επιχειρήσουν την προσέγγιση της μειονότητας, κατά τρόπο ώστε να υπάρξει αμοιβαίο οικονομικό όφελος για τα δύο κράτη, αλλά και αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας, με σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και επίδειξη αμοιβαίας (και όχι μονόπλευρης) ειλικρινούς διάθεσης για συνεργασία.
-
Aρθρο του Γεώργιου Τσότσου στο περιοδικό NEMECIS (2001)
1 σχόλιο:
Ευχαριστώ για την ανάρτηση, ενός τόσο παλιού, αλλά και τόσο επίκαιρου άρθρου.
http://math-telos-agras.pblogs.gr/
Δημοσίευση σχολίου